- απονόσφι
- ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α)μακριά από, χωριστά(«φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος).[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπονόσφι — far apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονόσφιν — ἀπονόσφι far apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονοσφίζω — ἀπονοσφίζω (Α) [απονόσφι] 1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι 2. αφαιρώ, αρπάζω 3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου … Dictionary of Greek
κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… … Dictionary of Greek